ψιλοκαμωμένος

ψιλοκαμωμένος
ψιλοκαμωμένος, -η, -ο και ψιλοκανωμένος, -η, -ο
ψιλοδουλεμένος, ο επεξεργασμένος με πολλή λεπτότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψιλοκαμωμένος — η, ο, Ν 1. ψιλοδουλεμένος 2. μτφ. (για πρόσ.) λεπτοκαμωμένος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + καμωμένος] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκάμωτος — η, ο, Ν ψιλοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + καμωτός (< κάμνω)] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοκάμωτος — η, ο ψιλοκαμωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”